λογάδην

λογάδην
λογ-άδην [pron. full] [ᾰ], Adv., ([etym.] λογάς)
A picked, of troops, Plu.Oth.6.
2 mostly of stones for building, εἰργάζοντο λ. φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι bringing the stones as they picked them out, Th.4.4, cf. 31, 6.66, D.H.Comp.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογάδην — picked indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάδην — (Α λογάδην) επίρρ. κατ εκλογή, κατ επιλογή (α. «καὶ τὴν γυναῑκα παρέπεμπον αὐτῷ λογάδην ἱππεῑς ὀχουμένην ἵππῳ κεκοσμημένην ἐπιφανῶς», Πλούτ. θ. «εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… …   Dictionary of Greek

  • σύγγραμμα — το, ΝΜΑ [συγγράφω] πνευματικό έργο σε γραπτό πεζό λόγο (α. «εξέδωσε ένα σημαντικό επιστημονικό σύγγραμμα» β. «Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγγράματι τῷ περὶ Ἡρακλέους», Ηρόδ.) νεοελλ. βιβλίο («κάθε φοιτητής δικαιούται δωρεάν ένα μόνον σύγγραμμα»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”